γάζωμα

γάζωμα
γάζωμα, το και γαζί, το
1. το να γαζώνει κανείς κάτι: Έδωσα στη μοδίστρα τα ρούχα για γάζωμα.
2. μτφ., το πείραγμα, το δούλεμα που δε γίνεται εύκολα αντιληπτό: Είναι άνθρωπος για γάζωμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γάζωμα — το [γαζώνω] 1. το γαζί 2. η πράξη του γαζώματος, το να γαζώνει κανείς …   Dictionary of Greek

  • κορδέλιασμα — το [κορδελιάζω] 1. ράψιμο κορδέλας, ρελιού στην άκρη υφάσματος ή δέρματος 2. γάζωμα με τη μηχανή τών δερμάτινων τεμαχίων τού υποδήματος …   Dictionary of Greek

  • κορδέλιασμα — το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κορδελιάζω, γάζωμα με τη μηχανή των δερμάτινων τεμαχίων του υποδήματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”